- ροδοκοκκινίζω
- ροδοκοκκινίζω, ροδοκοκκίνισα, ροδοκοκκινισμένος βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ροδοκοκκινίζω — Ν [ροδοκόκκινος] γίνομαι ροδοκόκκινος, κοκκινίζω ελαφρά … Dictionary of Greek
ροδοκοκκινίζω — ισα, ισμένος, είμαι κόκκινος σαν τριαντάφυλλο: Ροδοκοκκινισμένη ξεφούρνιζε τα ψωμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροδοκοκκίνισμα — το, Ν [ροδοκοκκινίζω] το να γίνεται κάτι ροδοκόκκινο, το να αποκτά ροδοκόκκινο χρώμα … Dictionary of Greek